ἀκρωτηριάσῃ

ἀκρωτηριάσῃ
ἀκρωτηριάζω
cut off
aor subj mid 2nd sg
ἀκρωτηριάζω
cut off
aor subj act 3rd sg
ἀκρωτηριάζω
cut off
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακρωτηρίαση — ακρωτηρίαση, η και ακρωτηριασμός, ο 1. η αποκοπή των άκρων σώματος ή πράγματος: Ο ακρωτηριασμός τού έσωσε τη ζωή. 2. υπερβολικό μίκρεμα κάποιου πράγματος: Αυτό δεν ήταν κλάδεμα, αλλά ακρωτηρίαση των δέντρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κολόβωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του κολοβώνω, ακρωτηρίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουτσούρεμα — το, ατος αποκοπή, ακρωτηρίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”